Την άλλη μέρα, τ' Αι-Γιαννιού, κατά τις 12; τηλεφώνησα στον καπετάνιο. Ήξερα πως το πρωί θα έβγαινε έξω για δουλειές. (Τρέχει και δεν φτάνει ο άνθρωπος, είχε κι εμένα στο κεφάλι του!)
"Σε κανένα μισάωρο θα πάω μέσα. Αν θέλεις, έλα να πάμε μαζί", μου είπε.
Άλλο που δεν ήθελα, εγώ!
Ο άντρας μου δούλευε, ο Απτούλ έτρεχε για δικά του προβλήματα, μόνη μου αν πήγαινα άλλη στιγμή, ίσως να μην μ' άφηναν να μπω ( υπάρχει φυλάκιο, δεν μπαίνεις έτσι) "Έρχομαι!" του είπα.
Πάλι απροετοίμαστη! Τώρα τι θα τους πήγαινα;
"Τα παιδιά φάγανε σήμερα;" τον ρώτησα.
"Ναι και μη βάλεις τίποτα στο μυαλό σου για φαγητό!" μου είπε.
Πήρα ένα ταξί και έτρεξα στο σημείο της συνάντησής μας.
Ευτυχώς μου έκοψε και σταμάτησα τον ταξιτζή σε ένα μαγαζάκι τύπου φούρνου.
Ζήτησα βασιλόπιττα σε κέικ, μα δεν είχε.
Είχε μόνο σε τσουρέκι.
"Φλουρί έχει μέσα τουλάχιστον;" ρώτησα την κοπέλα.
"Και βέβαια, έχει!"
"Άμα έχει, θα την βρω εγώ την άκρη..." σκέφτηκα.
Και την βρήκα, όπως βρήκα και τον καπετάνιο τον Μπάμπη, που πήγαμε παρέα.
Πάμε πάλι σε φωτογραφίες και τα ξαναλέμε, μέχρι να φτάσουμε στο "ψητό".