Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Ο καπετάνιος ο Χαράλαμπος Κουβουτσάκης


Τελείωσε το πλήρωμα και στράφηκα στον καπετάνιο:

«Εσύ καπετάνιε, τι έχεις να πεις; Εδώ, τώρα! Μπροστά στα παιδιά!» και χαμογέλασαν όλοι!

«Εγώ, τι; Να στείλω ευχές στην οικογένεια; Εγώ είμαι τυχερός. Είμαι Έλληνας, είμαι κοντά, θα τους δω. Το πλήρωμα σκέφτομαι. Εγώ είμαι στην χώρα μου, όλα είναι πιο εύκολα για μένα, ενώ γι’ αυτούς…»

Εκεί έπεσε γενική μελαγχολία. Τα χαμόγελα απ’ τα πρόσωπα όλα έσβησαν και φάνηκαν τα κουρασμένα χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Λες και ξυπνήσαμε όλοι μας από ένα όμορφο όνειρο και δεν μας άρεσε η πραγματικότητα. Κανένας δεν μετέφρασε, αλλά είμαι σίγουρη πως όλοι κατάλαβαν καλά τι είπε ο καπετάνιος τους. Το είχαν αισθανθεί στο πετσί τους.

Τώρα ήξερα. Είχα ξύσει πληγές που ήδη αιμορραγούσαν…

Ένιωσα πολύ άσχημα. Ντράπηκα που ήμουνα Ελληνίδα και ήθελα από μέσα μου ν’ ανοίξει η γη να κρυφτώ. Ήμασταν όμως δεμένοι σε ένα πάρκινγκ της θάλασσας και όχι στην πραγματική στεριά…

Όπως, ούτε και στην πραγματική θάλασσα. Στο τσιμέντο, δίπλα, στα θολά νερά της…

Αν μπορούσα να γίνω αόρατη!

Αν μπορούσα να το σκάσω σαν τον κλέφτη, απ’ το παράθυρο…

Τα κοίταξα. Ήταν ανοιχτά μεν κάποια, μα τόσο στενά και μικρά που δεν χωρούσα.